πολίοχος
Look at other dictionaries:
Πολίοχος — protecting a city masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολίοχος — ον, Α βλ. πολιούχος … Dictionary of Greek
πολίοχος — πολιάοχος masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πολιόχου — Πολίοχος protecting a city masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πολίοχον — Πολίοχος protecting a city masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιούχος — (I) ο / πολιοῡχος, ον, ΝΜΑ, και πολίοχος, ον, επικ. τ. πολιήοχος, δωρ. τ. πολιάοχος, λακων. τ. πολιᾱχος, ον, Α (για θεό, άγιο ή ήρωα) αυτός που έχει υπό την προστασία του μια πόλη νεοελλ. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η πολιούχος άγιος τής… … Dictionary of Greek